- εὐέκφορος
- εὐέκ-φορος, ον,A bringing forth timely births,
γυναῖκες Arist.HA584b7
.II easy to pronounce, Phld.Po.1676.8:—hence [suff] εὐεκ-φορία, ἡ, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυναῖκες Arist.HA584b7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέκφορος — εὐέκφορος, ον (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό 2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ φορος (< εκ φέρω)] … Dictionary of Greek
εὐέκφοροι — εὐέκφορος bringing forth timely births masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεκφορία — εὐεκφορία, ἡ (Α) [ευέκφορος] η ευκολία στην προφορά ή στην απαγγελία … Dictionary of Greek